- ἄλλαις
- ἄλλοςyfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PRAENESTE — urbs Latii una ex celeberrimis, in sinibus Aequorum, a Româ 24. mill. pass. versus Fucinum lacum. Memoratur Plauto, Ciceroni, pro Planc. c. 26. Varroni, Virgilio, Propertio, Horatio, Livio, Dionysio, Velleio, Val. Maximo, Straboni, Plinio, Statio … Hofmann J. Lexicon universale
SAMNIUM — urbs Britanniae, Steph. Strabo l. 4. Ε᾿ν δὲ τῷ Ω᾿κεανῷ φασιν εἶναι νῆσον μικρὰν, οὐ πάνυ πελαγίαν, προκειμένην τῆς ἐκβολῆς τȏυ Λείγηρος ποταμοῦ. οἰκεῖν δὲ ταύτην, τὰς τῶ Σαμνιτῶν γυν αῖκας, Διονύσῳ κατεχομένας, καὶ ἱλασκομένας τὸν θεὸν τοῦτον… … Hofmann J. Lexicon universale
SIDON — perantiqua, opulenta, et celebris Phoenices urbs, in tribu Aser, atque insigne emporium: Chananaeorum olim ad Aquilonem respiciens terminus fuit, postea vero regionis Iudaeae, quam Sidon, primogenitus undecim filiorum Chanaan, iuxta Libani montis … Hofmann J. Lexicon universale
καν — I (Kan). Ποταμός (629 χλμ.) της Ρωσίας, παραπόταμος του Γενισέι. Πηγάζει από τις βόρειες πλαγιές του Ανατολικού Σαγιάν (Κάνσκοε Μπελογκόριε) και κατά τη ροή του διασχίζει τη μεγάλη κοιλάδα της ομώνυμης δασοστέπας και την οροσειρά Γενισέι. Έχει… … Dictionary of Greek
οικειότητα — η (ΑΜ οἰκειότης, Α ιων. τ. οἰκηϊότης) [οικείος] ύπαρξη στενού συνδέσμου, εγκαρδιότητας στις ανθρώπινες σχέσεις, στενή φιλία, φιλικές και εγκάρδιες σχέσεις νεοελλ. γνώση ενός αντικειμένου, εξοικείωση αρχ. 1. ύπαρξη συγγενικών δεσμών μεταξύ… … Dictionary of Greek
προκακούμαι — όομαι, Α υφίσταμαι κακώσεις εκ τών προτέρων («προκακωθέντες ἄλλαις ναυμαχίαις», Σχόλ. Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κακῶ «βλάπτω, καταστρέφω, κακοποιώ»] … Dictionary of Greek
συγγένησις — ήσεως, ἡ, Α [συγγίγνομαι] συναναστροφή, συνάντηση («ἐν ἄλλαις συνουσίαις καὶ ἰδιωτικαῑς συγγενήσεσιν ἑκάστων», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
Δεμερτζής, Κωνσταντίνος — (Αθήνα 1876 – 1936). Πανεπιστημιακός και πολιτικός. Ανέπτυξε γόνιμη συγγραφική δράση και το 1904 διορίστηκε υφηγητής στην έδρα του ρωμαϊκού δικαίου. Από το 1928 έως το 1935 δίδαξε ως τακτικός καθηγητής οικογενειακού δικαίου στη νομική σχολή… … Dictionary of Greek
БЛАГОЧЕСТИЕ — [греч. εὐσέβεια от εὖ благо и σέβομαι чту, почитаю], внутреннее благоустроение души, основанное на богопочитании и выполнении религ. и нравственных предписаний. Христианство не является единственным носителем традиции Б., представляющего собой… … Православная энциклопедия